↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστράκωση οι οστρακώσεις
      γενική της οστράκωσης* των οστρακώσεων
    αιτιατική την οστράκωση τις οστρακώσεις
     κλητική οστράκωση οστρακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστρακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οστράκωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀστράκω(σις)[1] + -ση < αρχαία ελληνική ὀστρακόω, ὀστρακ- + -ωση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈstɾa.ko.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐στρά‐κω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οστράκωση θηλυκό [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὀστράκωσις - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.