↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οριογραμμή οι οριογραμμές
      γενική της οριογραμμής των οριογραμμών
    αιτιατική την οριογραμμή τις οριογραμμές
     κλητική οριογραμμή οριογραμμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οριογραμμή (νεολογισμός) < όριο + -ο- + γραμμή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική boundary line[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οριογραμμή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • οριογραμμήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. οριογραμμήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • οριογραμμή - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr