συνοριογραμμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνοριογραμμή < ελληνιστική κοινή συνόριον[1] / συνορία [2] + -ο- + γραμμή < σύνορον < αρχαία ελληνική σύνορος < σύν + ὅρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνοριογραμμή θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνοριογραμμή
|
Πηγές επεξεργασία
- συνοριογραμμή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συνόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ συνορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.