Δείτε επίσης: ορθοτονία, ορθοτόνηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθότονος η ορθότονη το ορθότονο
      γενική του ορθότονου της ορθότονης του ορθότονου
    αιτιατική τον ορθότονο την ορθότονη το ορθότονο
     κλητική ορθότονε ορθότονη ορθότονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθότονοι οι ορθότονες τα ορθότονα
      γενική των ορθότονων των ορθότονων των ορθότονων
    αιτιατική τους ορθότονους τις ορθότονες τα ορθότονα
     κλητική ορθότονοι ορθότονες ορθότονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθότονος < ελληνιστική κοινή ὀρθότονος < αρχαία ελληνική ὀρθός + τόνος (< τείνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ορθότονος, -η, -ο

  1. που έχει ορθοτονία / ορθοτόνηση, που διατηρεί τον σωστό / ορθό τονισμό
  2. (γραμματική) (για λέξη) που διατηρεί τον τόνο και δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία