ορθοτόνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθοτόνηση | οι | ορθοτονήσεις |
γενική | της | ορθοτόνησης* | των | ορθοτονήσεων |
αιτιατική | την | ορθοτόνηση | τις | ορθοτονήσεις |
κλητική | ορθοτόνηση | ορθοτονήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθοτονήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορθοτόνηση < ελληνιστική κοινή ὀρθοτόνησις < ὀρθότονος < αρχαία ελληνική ὀρθός + τόνος (< τείνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθοτόνηση θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορθοτόνηση
|