οργιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οργιά | οι | οργιές |
γενική | της | οργιάς | των | οργιών |
αιτιατική | την | οργιά | τις | οργιές |
κλητική | οργιά | οργιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργιά < μεσαιωνική ελληνική ὀργιά /ὀργία < ελληνιστική κοινή ὀργυιά < αρχαία ελληνική ὄργυια
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργιά θηλυκό
- η μονάδα μήκους που ισούται με έξι πόδια, όσο περίπου είναι το άνοιγμα των τεντωμένων χεριών ενός άνδρα
- (ναυτικός όρος) η μονάδα μήκους ίση με δύο γιάρδες
- η απλωτή