απλωτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απλωτή | οι | απλωτές |
γενική | της | απλωτής | των | απλωτών |
αιτιατική | την | απλωτή | τις | απλωτές |
κλητική | απλωτή | απλωτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπλωτή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααπλωτή