οντογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οντογένεση | οι | οντογενέσεις |
γενική | της | οντογένεσης* | των | οντογενέσεων |
αιτιατική | την | οντογένεση | τις | οντογενέσεις |
κλητική | οντογένεση | οντογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οντογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οντογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ontogenesis ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ontogenèse < αρχαία ελληνική ὄν + γένεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοντογένεση θηλυκό
- (βιολογία) η δημιουργία και η ανάπτυξη (σωματική, ψυχολογική κ.λπ.) ενός οργανισμού από τη στιγμή της γονιμοποίησης του ωαρίου μέχρι την ενηλικίωση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οντογένεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οντογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- οντογένεση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οντογένεση