↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόσημος η ομόσημη το ομόσημο
      γενική του ομόσημου της ομόσημης του ομόσημου
    αιτιατική τον ομόσημο την ομόσημη το ομόσημο
     κλητική ομόσημε ομόσημη ομόσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόσημοι οι ομόσημες τα ομόσημα
      γενική των ομόσημων των ομόσημων των ομόσημων
    αιτιατική τους ομόσημους τις ομόσημες τα ομόσημα
     κλητική ομόσημοι ομόσημες ομόσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομόσημος < ομο-/όμοιος + σημαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ομόσημος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία