ομφαλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομφαλοειδής | η | ομφαλοειδής | το | ομφαλοειδές |
γενική | του | ομφαλοειδούς* | της | ομφαλοειδούς | του | ομφαλοειδούς |
αιτιατική | τον | ομφαλοειδή | την | ομφαλοειδή | το | ομφαλοειδές |
κλητική | ομφαλοειδή(ς) | ομφαλοειδής | ομφαλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομφαλοειδείς | οι | ομφαλοειδείς | τα | ομφαλοειδή |
γενική | των | ομφαλοειδών | των | ομφαλοειδών | των | ομφαλοειδών |
αιτιατική | τους | ομφαλοειδείς | τις | ομφαλοειδείς | τα | ομφαλοειδή |
κλητική | ομφαλοειδείς | ομφαλοειδείς | ομφαλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομφαλοειδής < ελληνιστική κοινή ὀμφαλοειδής < αρχαία ελληνική ὀμφαλός
Επίθετο
επεξεργασίαομφαλοειδής, -ής, -έως
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ομφαλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομφαλοειδής
|