Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομφαλώδης η ομφαλώδης το ομφαλώδες
      γενική του ομφαλώδους της ομφαλώδους του ομφαλώδους
    αιτιατική τον ομφαλώδη την ομφαλώδη το ομφαλώδες
     κλητική ομφαλώδη(ς) ομφαλώδης ομφαλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομφαλώδεις οι ομφαλώδεις τα ομφαλώδη
      γενική των ομφαλωδών των ομφαλωδών των ομφαλωδών
    αιτιατική τους ομφαλώδεις τις ομφαλώδεις τα ομφαλώδη
     κλητική ομφαλώδεις ομφαλώδεις ομφαλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομφαλώδης < αρχαία ελληνική ὀμφᾰλώδης < ὀμφαλός

  Επίθετο επεξεργασία

ομφαλώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία