Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολόφρεσκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολόφρεσκ
ος
η
ολόφρεσκ
η
το
ολόφρεσκ
ο
γενική
του
ολόφρεσκ
ου
της
ολόφρεσκ
ης
του
ολόφρεσκ
ου
αιτιατική
τον
ολόφρεσκ
ο
την
ολόφρεσκ
η
το
ολόφρεσκ
ο
κλητική
ολόφρεσκ
ε
ολόφρεσκ
η
ολόφρεσκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολόφρεσκ
οι
οι
ολόφρεσκ
ες
τα
ολόφρεσκ
α
γενική
των
ολόφρεσκ
ων
των
ολόφρεσκ
ων
των
ολόφρεσκ
ων
αιτιατική
τους
ολόφρεσκ
ους
τις
ολόφρεσκ
ες
τα
ολόφρεσκ
α
κλητική
ολόφρεσκ
οι
ολόφρεσκ
ες
ολόφρεσκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολόφρεσκος
<
ολό-
+
φρέσκος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
oˈlo.fɾe.skos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ο‐λό‐φρε‐σκος
Επίθετο
επεξεργασία
ολόφρεσκος, -η, -ο
τελείως
φρέσκος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
όλος
και
φρέσκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολόφρεσκος
τουρκικά
:
taptaze
(tr)