↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόφρεσκος η ολόφρεσκη το ολόφρεσκο
      γενική του ολόφρεσκου της ολόφρεσκης του ολόφρεσκου
    αιτιατική τον ολόφρεσκο την ολόφρεσκη το ολόφρεσκο
     κλητική ολόφρεσκε ολόφρεσκη ολόφρεσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόφρεσκοι οι ολόφρεσκες τα ολόφρεσκα
      γενική των ολόφρεσκων των ολόφρεσκων των ολόφρεσκων
    αιτιατική τους ολόφρεσκους τις ολόφρεσκες τα ολόφρεσκα
     κλητική ολόφρεσκοι ολόφρεσκες ολόφρεσκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολόφρεσκος < ολό- + φρέσκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈlo.fɾe.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λό‐φρε‐σκος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολόφρεσκος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία