Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολόδροσος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολόδροσ
ος
η
ολόδροσ
η
το
ολόδροσ
ο
γενική
του
ολόδροσ
ου
της
ολόδροσ
ης
του
ολόδροσ
ου
αιτιατική
τον
ολόδροσ
ο
την
ολόδροσ
η
το
ολόδροσ
ο
κλητική
ολόδροσ
ε
ολόδροσ
η
ολόδροσ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολόδροσ
οι
οι
ολόδροσ
ες
τα
ολόδροσ
α
γενική
των
ολόδροσ
ων
των
ολόδροσ
ων
των
ολόδροσ
ων
αιτιατική
τους
ολόδροσ
ους
τις
ολόδροσ
ες
τα
ολόδροσ
α
κλητική
ολόδροσ
οι
ολόδροσ
ες
ολόδροσ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολόδροσος
<
όλος
+
-ο-
+
δρόσος
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ολόδροσος
που είναι
πολύ
δροσερός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
όλος
και
δροσιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολόδροσος
γαλλικά
:
plein
(fr)
de
fraîcheur
(fr)