ολοπρόθυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολοπρόθυμος < μεσαιωνική ελληνική ολοπρόθυμος < ολο- + πρόθυμος
Επίθετο επεξεργασία
ολοπρόθυμος
Συγγενικά επεξεργασία
- ολοπρόθυμα
- → δείτε τις λέξεις όλος, πρόθυμος, προ και θυμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοπρόθυμος
|