ολιγομαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολιγομαθής | η | ολιγομαθής | το | ολιγομαθές |
γενική | του | ολιγομαθούς* | της | ολιγομαθούς | του | ολιγομαθούς |
αιτιατική | τον | ολιγομαθή | την | ολιγομαθή | το | ολιγομαθές |
κλητική | ολιγομαθή(ς) | ολιγομαθής | ολιγομαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολιγομαθείς | οι | ολιγομαθείς | τα | ολιγομαθή |
γενική | των | ολιγομαθών | των | ολιγομαθών | των | ολιγομαθών |
αιτιατική | τους | ολιγομαθείς | τις | ολιγομαθείς | τα | ολιγομαθή |
κλητική | ολιγομαθείς | ολιγομαθείς | ολιγομαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολιγομαθής < ελληνιστική κοινή ὀλιγομαθής < αρχαία ελληνική ὀλίγος + μανθάνω
Επίθετο
επεξεργασίαολιγομαθής
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολιγομαθής
|