ολιγομάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγομάθεια < ολιγομαθής + -εια < ελληνιστική κοινή ὀλιγομαθής < αρχαία ελληνική ὀλίγος + μανθάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγομάθεια θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ολιγομαθούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγομάθεια
|