οικοπάρκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοπάρκο ουδέτερο
- (νεολογισμός, οικολογία) πάρκο ή δασική έκταση όπου επιδεικνύεται οικολογική ευαισθησία για τη διατήρηση ή συντήρησή του, περιλαμβάνει πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας και συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος