Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικοπάρκο τα οικοπάρκα
      γενική του οικοπάρκου των οικοπάρκων
    αιτιατική το οικοπάρκο τα οικοπάρκα
     κλητική οικοπάρκο οικοπάρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοπάρκο < οικολογία + -ο- + πάρκο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecopark)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοπάρκο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία