• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οζίδιο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οζίδιο τα οζίδια
      γενική του οζιδίου των οζιδίων
    αιτιατική το οζίδιο τα οζίδια
     κλητική οζίδιο οζίδια
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οζίδιο < όζ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο < καθαρεύουσα ὀζίδιον < ὄζος + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈzi.ði.o/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οζίδιο ουδέτερο

  1. (ιατρική) μικρός ψηλαφητός υποδόριος όγκος (βρίσκεται και σε άλλα μέλη του σώματος)
  2. (βιοχημεία) οζίτης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • οζιοειδής
  • οζίτης
  • όζος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οζίδιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οζίδιο&oldid=5001086"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Φεβρουαρίου 2021, στις 06:25

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Φεβρουαρίου 2021, στις 06:25.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie