οζίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οζίδιο | τα | οζίδια |
γενική | του | οζιδίου & οζίδιου |
των | οζιδίων |
αιτιατική | το | οζίδιο | τα | οζίδια |
κλητική | οζίδιο | οζίδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οζίδιο < όζ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο, καθαρεύουσα ὀζίδιον < ὄζος + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈzi.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ζί‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
οζίδιο ουδέτερο
- (ιατρική) μικρός ψηλαφητός υποδόριος όγκος (βρίσκεται και σε άλλα μέλη του σώματος)
- (βιοχημεία) οζίτης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οζίδιο
|