οζίδιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οζίδιο | τα | οζίδια |
γενική | του | οζιδίου | των | οζιδίων |
αιτιατική | το | οζίδιο | τα | οζίδια |
κλητική | οζίδιο | οζίδια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οζίδιο < όζ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο < καθαρεύουσα ὀζίδιον < ὄζος + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οζίδιο ουδέτερο
- (ιατρική) μικρός ψηλαφητός υποδόριος όγκος (βρίσκεται και σε άλλα μέλη του σώματος)
- (βιοχημεία) οζίτης
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οζίδιο