ογκόπαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ογκόπαγος < όγκος + πάγος (μαρτυρείται από το 1894) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pack ice
Ουσιαστικό
επεξεργασίαογκόπαγος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό) (σπάνιο)
- επιφάνεια παγωμένου θαλασσινού νερού που επιπλέει
- ※ Ογκόπαγοι βάρους 50 τόννων ήρχισαν να συσωρρεύονται απειλητικώς πέριξ του πλοίου Endurance κατά το φθινόπωρον.
- Λεζάντα φωτογραφίας που διακοσμεί το άρθρο «Μία διετία εις τους ανταρκτικούς πάγους», στην εικονογραφημένη ελληνική έκδοση των ΗΠΑ Ατλαντίς (Φεβρουάριος 1917), σ. 8.
- ※ Ογκόπαγοι βάρους 50 τόννων ήρχισαν να συσωρρεύονται απειλητικώς πέριξ του πλοίου Endurance κατά το φθινόπωρον.
- το παγόβουνο
- ※ […] εν ατμόπλοιον δεν δύναται να αποφύγη τον κίνδυνον, όταν ευρίσκεται αιφνιδίως έμπροσθεν επερχομένων κατ' αυτού μεγάλων ογκοπάγων […].
- Από ρεπορτάζ με τίτλο «Οι ογκόπαγοι των επιδημιών», του ελληνικού φύλλου των ΗΠΑ Ατλαντίς (4 Μαρτίου 1932), σ. 5.
- ※ […] εν ατμόπλοιον δεν δύναται να αποφύγη τον κίνδυνον, όταν ευρίσκεται αιφνιδίως έμπροσθεν επερχομένων κατ' αυτού μεγάλων ογκοπάγων […].
- ο παγετώνας
- ※ Oι ογκόπαγοι των Oυραλίων ή των Αλτάι ψηλοκρέμονταν στα βάθη του ορίζοντα και γνέματα καπνού σκαρφάλωναν στον αέρα από χαρτονένιες πολιτείες […].
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, H εποχή της δωρεάς, μετάφραση: Μαίρη Βοσταντζή (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2004, ISBN 978-960-375-715-3)· πρόσβαση: 2019-09-10.
- ※ Oι ογκόπαγοι των Oυραλίων ή των Αλτάι ψηλοκρέμονταν στα βάθη του ορίζοντα και γνέματα καπνού σκαρφάλωναν στον αέρα από χαρτονένιες πολιτείες […].