Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ογκόπαγος οι ογκόπαγοι
      γενική του ογκόπαγου των ογκόπαγων
    αιτιατική τον ογκόπαγο τους ογκόπαγους
     κλητική ογκόπαγε ογκόπαγοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το Endurance του Έρνεστ Σάκλετον βυθίζεται, παγιδευμένο στους ογκόπαγους της θάλασσας στην Ανταρκτική (1915)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ογκόπαγος < όγκος + πάγος (μαρτυρείται από το 1894) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pack ice

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ογκόπαγος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό) (σπάνιο)

  1. επιφάνεια παγωμένου θαλασσινού νερού που επιπλέει
    ※  Ογκόπαγοι βάρους 50 τόννων ήρχισαν να συσωρρεύονται απειλητικώς πέριξ του πλοίου Endurance κατά το φθινόπωρον.
    Λεζάντα φωτογραφίας που διακοσμεί το άρθρο «Μία διετία εις τους ανταρκτικούς πάγους», στην εικονογραφημένη ελληνική έκδοση των ΗΠΑ Ατλαντίς (Φεβρουάριος 1917), σ. 8.
  2. το παγόβουνο
    ※  […] εν ατμόπλοιον δεν δύναται να αποφύγη τον κίνδυνον, όταν ευρίσκεται αιφνιδίως έμπροσθεν επερχομένων κατ' αυτού μεγάλων ογκοπάγων […].
    Από ρεπορτάζ με τίτλο «Οι ογκόπαγοι των επιδημιών», του ελληνικού φύλλου των ΗΠΑ Ατλαντίς (4 Μαρτίου 1932), σ. 5.
  3. ο παγετώνας
    ※  ογκόπαγοι των Oυραλίων ή των Αλτάι ψηλοκρέμονταν στα βάθη του ορίζοντα και γνέματα καπνού σκαρφάλωναν στον αέρα από χαρτονένιες πολιτείες […].
    Πάτρικ Λη Φέρμορ, H εποχή της δωρεάς, μετάφραση: Μαίρη Βοσταντζή (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2004, ISBN 978-960-375-715-3)· πρόσβαση: 2019-09-10.

  Μεταφράσεις επεξεργασία