ξυλόγλυπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ξυλόγλυπτος, -η, -ο
- σκαλισμένος σε ξύλο
Συγγενικά επεξεργασία
- ξυλογλύπτης
- ξυλογλυπτική
- ξυλόγλυπτο
- → δείτε τις λέξεις ξύλο, γλύπτης και γλύφω
ξυλόγλυπτος, -η, -ο