Δείτε επίσης: ξυλόγλυπτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλογλύπτης οι ξυλογλύπτες
      γενική του ξυλογλύπτη των ξυλογλυπτών
    αιτιατική τον ξυλογλύπτη τους ξυλογλύπτες
     κλητική ξυλογλύπτη ξυλογλύπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλογλύπτης < ξυλο- + γλύπτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξυλογλύπτης αρσενικό (θηλυκό: ξυλογλύπτρια)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία