Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξιδιαστός η ξιδιαστή το ξιδιαστό
      γενική του ξιδιαστού της ξιδιαστής του ξιδιαστού
    αιτιατική τον ξιδιαστό την ξιδιαστή το ξιδιαστό
     κλητική ξιδιαστέ ξιδιαστή ξιδιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξιδιαστοί οι ξιδιαστές τα ξιδιαστά
      γενική των ξιδιαστών των ξιδιαστών των ξιδιαστών
    αιτιατική τους ξιδιαστούς τις ξιδιαστές τα ξιδιαστά
     κλητική ξιδιαστοί ξιδιαστές ξιδιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξιδιαστός < ξιδιάζω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

ξιδιαστός

  • (σπάνιο) άλλη μορφή του ξιδάτος
    ※  Στο τραπέζι υπάρχει το άγγιγμα της παράδοσης. Ας πούμε αγκιναράκι ξιδιαστό ή λιόκαφτο σκουμπρί. Και αυτή την εποχή των καλαμαριών, το κυρίως είναι καλαμάρι με πένες και κεφαλοτύρι. (εφ. Το Βήμα, 8.12.2015)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ξίδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία