Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξιδιάζω < ξίδι

  Ρήμα επεξεργασία

ξιδιάζω

  1. προσθέτω ξίδι
  2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, αποκτώ ξινή γεύση

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία