ξιδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξιδιάζω < ξίδι
Ρήμα
επεξεργασίαξιδιάζω
- προσθέτω ξίδι
- (για κρασί) αλλοιώνομαι, αποκτώ ξινή γεύση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξιδιάζω | ξίδιαζα | θα ξιδιάζω | να ξιδιάζω | ξιδιάζοντας | |
β' ενικ. | ξιδιάζεις | ξίδιαζες | θα ξιδιάζεις | να ξιδιάζεις | ξίδιαζε | |
γ' ενικ. | ξιδιάζει | ξίδιαζε | θα ξιδιάζει | να ξιδιάζει | ||
α' πληθ. | ξιδιάζουμε | ξιδιάζαμε | θα ξιδιάζουμε | να ξιδιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξιδιάζετε | ξιδιάζατε | θα ξιδιάζετε | να ξιδιάζετε | ξιδιάζετε | |
γ' πληθ. | ξιδιάζουν(ε) | ξίδιαζαν ξιδιάζαν(ε) |
θα ξιδιάζουν(ε) | να ξιδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξίδιασα | θα ξιδιάσω | να ξιδιάσω | ξιδιάσει | ||
β' ενικ. | ξίδιασες | θα ξιδιάσεις | να ξιδιάσεις | ξίδιασε | ||
γ' ενικ. | ξίδιασε | θα ξιδιάσει | να ξιδιάσει | |||
α' πληθ. | ξιδιάσαμε | θα ξιδιάσουμε | να ξιδιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξιδιάσατε | θα ξιδιάσετε | να ξιδιάσετε | ξιδιάστε | ||
γ' πληθ. | ξίδιασαν ξιδιάσαν(ε) |
θα ξιδιάσουν(ε) | να ξιδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξιδιάσει | είχα ξιδιάσει | θα έχω ξιδιάσει | να έχω ξιδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξιδιάσει | είχες ξιδιάσει | θα έχεις ξιδιάσει | να έχεις ξιδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξιδιάσει | είχε ξιδιάσει | θα έχει ξιδιάσει | να έχει ξιδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξιδιάσει | είχαμε ξιδιάσει | θα έχουμε ξιδιάσει | να έχουμε ξιδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξιδιάσει | είχατε ξιδιάσει | θα έχετε ξιδιάσει | να έχετε ξιδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξιδιάσει | είχαν ξιδιάσει | θα έχουν ξιδιάσει | να έχουν ξιδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξιδιάζω
|