ξιδάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξιδάτος | η | ξιδάτη | το | ξιδάτο |
γενική | του | ξιδάτου | της | ξιδάτης | του | ξιδάτου |
αιτιατική | τον | ξιδάτο | την | ξιδάτη | το | ξιδάτο |
κλητική | ξιδάτε | ξιδάτη | ξιδάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξιδάτοι | οι | ξιδάτες | τα | ξιδάτα |
γενική | των | ξιδάτων | των | ξιδάτων | των | ξιδάτων |
αιτιατική | τους | ξιδάτους | τις | ξιδάτες | τα | ξιδάτα |
κλητική | ξιδάτοι | ξιδάτες | ξιδάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξιδάτος
- που διατηρείται σε ξίδι ή παρασκευάζεται μ’ αυτό