ξαναπαντρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαναπαντρεμένος: μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξαναπαντρεύομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε ξανα- + παντρεμένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksa.na.pan.dɾeˈme.nos/ & /ksa.na.pa.dɾeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐να‐πα‐ντρε‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαξαναπαντρεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξαναπαντρεύω: παντρεμένος και πάλι / ξανά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαναπαντρεμένος
|