↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυχάτος η νυχάτη το νυχάτο
      γενική του νυχάτου της νυχάτης του νυχάτου
    αιτιατική τον νυχάτο τη νυχάτη το νυχάτο
     κλητική νυχάτε νυχάτη νυχάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυχάτοι οι νυχάτες τα νυχάτα
      γενική των νυχάτων των νυχάτων των νυχάτων
    αιτιατική τους νυχάτους τις νυχάτες τα νυχάτα
     κλητική νυχάτοι νυχάτες νυχάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νυχάτος < νύχ(ι) + -άτος

  Επίθετο

επεξεργασία

νυχάτος, -η, -ο

  1. που τα νύχια του είναι μακριά και γαμψά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νυχάτο: είδος σταφυλιού
     συνώνυμα: αετονύχι, νυχάκι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη νύχι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία