νυχάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νυχάτος | η | νυχάτη | το | νυχάτο |
γενική | του | νυχάτου | της | νυχάτης | του | νυχάτου |
αιτιατική | τον | νυχάτο | τη | νυχάτη | το | νυχάτο |
κλητική | νυχάτε | νυχάτη | νυχάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νυχάτοι | οι | νυχάτες | τα | νυχάτα |
γενική | των | νυχάτων | των | νυχάτων | των | νυχάτων |
αιτιατική | τους | νυχάτους | τις | νυχάτες | τα | νυχάτα |
κλητική | νυχάτοι | νυχάτες | νυχάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανυχάτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νύχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία νυχάτος
|