Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νομιμοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νομιμοποιημέν
ος
η
νομιμοποιημέν
η
το
νομιμοποιημέν
ο
γενική
του
νομιμοποιημέν
ου
της
νομιμοποιημέν
ης
του
νομιμοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
νομιμοποιημέν
ο
τη
νομιμοποιημέν
η
το
νομιμοποιημέν
ο
κλητική
νομιμοποιημέν
ε
νομιμοποιημέν
η
νομιμοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νομιμοποιημέν
οι
οι
νομιμοποιημέν
ες
τα
νομιμοποιημέν
α
γενική
των
νομιμοποιημέν
ων
των
νομιμοποιημέν
ων
των
νομιμοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
νομιμοποιημέν
ους
τις
νομιμοποιημέν
ες
τα
νομιμοποιημέν
α
κλητική
νομιμοποιημέν
οι
νομιμοποιημέν
ες
νομιμοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
νομιμοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
νομιμοποιώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανομιμοποίητος
Συγγενικά
επεξεργασία
νομιμοποιημένα
→
δείτε
τη λέξη
νομιμοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νομιμοποιημένος