ανομιμοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανομιμοποίητος < α- + νομιμοποιώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανομιμοποίητος
- που δεν έχει νομιμοποιηθεί ή δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανομιμοποίητα
- → δείτε τη λέξη νομιμοποιώ