Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομιμοποιώ < νόμιμος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική légitimer)

  Ρήμα επεξεργασία

νομιμοποιώ (παθητική φωνή: νομιμοποιούμαι)

  1. μετατρέπω κάτι ή κάποιον παράνομο ή απλώς αυθαίρετο ή άτυπο σε νόμιμο και τυπικά τακτοποιημένο
  2. δίνω το δικαίωμα, την αρμοδιότητα
    ※  Δεν νομιμοποιείστε να ασκείτε κριτική εσείς που διαπράξατε πολύ χειρότερα σφάλματα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία