νομιμοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομιμοποιητικός < νομιμοποιώ + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίανομιμοποιητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη νομιμοποίηση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Μια γυναίκα από την Αρμενία, χωρίς νομιμοποιητικά χαρτιά, που πρόσεχε έναν ηλικιωμένο, έτρεξε να σωθεί πηδώντας από τη βεράντα του πρώτου ορόφου της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας στις 9.30 το πρωί του Σαββάτου. Η 50χρονη γυναίκα, που μεταφέρθηκε αμέσως στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του νοσοκομείου, λίγο αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της. (Εφημερίδα των Συντακτών, 1/7/2019)
Συγγενικά
επεξεργασία- νομιμοποιητικά
- → δείτε τις λέξεις νομιμοποιώ, νόμιμος, νόμος και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομιμοποιητικός
|