νομιμοποιητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομιμοποιητικά < νομιμοποιητικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίανομιμοποιητικά
- με νομιμοποιητικό τρόπο
- ※ Αυτό ενισχύεται και από το πνεύμα της διάταξης, διότι ο Νομοθέτης δεν θέλει η Διοίκηση σε παρόμοια θέματα να δρα νομιμοποιητικά και εκ των υστέρων. (www.eett.gr, 14/4/2011)
Συγγενικά
επεξεργασία- νομιμοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις νομιμοποιώ, νόμιμος, νόμος και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομιμοποιητικά
|