Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομιμοποιούμαι, παθητική φωνή του νομιμοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

νομιμοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη νομιμοποιώ