Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νομιμοποιημένα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νομιμοποιημένα
<
νομιμοποιημένος
+
-α
Επίρρημα
επεξεργασία
νομιμοποιημένα
με
νομιμοποιημένο
τρόπο
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανομιμοποίητα
Συγγενικά
επεξεργασία
νομιμοποιημένος
→
δείτε
τη λέξη
νομιμοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νομιμοποιημένα
αγγλικά
:
lawfully
(en)