πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοθογενής η νοθογενής το νοθογενές
      γενική του νοθογενούς* της νοθογενούς του νοθογενούς
    αιτιατική τον νοθογενή τη νοθογενή το νοθογενές
     κλητική νοθογενή(ς) νοθογενής νοθογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοθογενείς οι νοθογενείς τα νοθογενή
      γενική των νοθογενών των νοθογενών των νοθογενών
    αιτιατική τους νοθογενείς τις νοθογενείς τα νοθογενή
     κλητική νοθογενείς νοθογενείς νοθογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

νοθογενής, -ής, -ές

  1. (αρχαιοπρεπές) νόθος
  2. (βιολογία, ζωολογία, βοτανική) υβριδικός, υβρίδιο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • νοθογενής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)