νοθογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νοθογενής | η | νοθογενής | το | νοθογενές |
γενική | του | νοθογενούς* | της | νοθογενούς | του | νοθογενούς |
αιτιατική | τον | νοθογενή | τη | νοθογενή | το | νοθογενές |
κλητική | νοθογενή(ς) | νοθογενής | νοθογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νοθογενείς | οι | νοθογενείς | τα | νοθογενή |
γενική | των | νοθογενών | των | νοθογενών | των | νοθογενών |
αιτιατική | τους | νοθογενείς | τις | νοθογενείς | τα | νοθογενή |
κλητική | νοθογενείς | νοθογενείς | νοθογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοθογενής < ελληνιστική κοινή νοθογενής < αρχαία ελληνική νόθος + -γενής < γίγνομαι
Επίθετο
επεξεργασίανοθογενής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασία- νοθογένεια
- νοθογονία
- → δείτε τις λέξεις νόθος και γένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοθογενής
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- νοθογενής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)