νοθογένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοθογένεια < νοθογενής + -εια < ελληνιστική κοινή νοθογενής < αρχαία ελληνική νόθος + γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοθογένεια θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές, βιολογία, ζωολογία, βοτανική) η ιδιότητα του νοθογενούς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νοθογένεια
|