νεροκάνατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεροκάνατο < νερό + -ο- + κανάτι (< μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική 𒄀 (qanû: καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾: gi.na) + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεροκάνατο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεροκάνατο
|