• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νεροκάνατο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροκάνατο τα νεροκάνατα
      γενική του νεροκάνατου των νεροκάνατων
    αιτιατική το νεροκάνατο τα νεροκάνατα
     κλητική νεροκάνατο νεροκάνατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νεροκάνατο < νερό + -ο- + κανάτι (< μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική 𒄀 (qanû: καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾: gi.na) + -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεροκάνατο ουδέτερο

  • κανάτι για νερό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    νεροκάνατο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νεροκάνατο&oldid=5495845"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:16

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:16.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας