νεοπλουτίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοπλουτίστικος < νεόπλουτος + -ίστικος
Επίθετο
επεξεργασίανεοπλουτίστικος
- (ενίοτε με αρνητική χροιά) που έχει σχέση με τον νεόπλουτο και τη συμπεριφορά του ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- (με αρνητική χροιά) αρχοντοχωριάτικος
- (με αρνητική χροιά) σουσουδίστικος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νεόπλουτος, νέος και πλούτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοπλουτίστικος
|