↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουσουδίστικος η σουσουδίστικη το σουσουδίστικο
      γενική του σουσουδίστικου της σουσουδίστικης του σουσουδίστικου
    αιτιατική τον σουσουδίστικο τη σουσουδίστικη το σουσουδίστικο
     κλητική σουσουδίστικε σουσουδίστικη σουσουδίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουσουδίστικοι οι σουσουδίστικες τα σουσουδίστικα
      γενική των σουσουδίστικων των σουσουδίστικων των σουσουδίστικων
    αιτιατική τους σουσουδίστικους τις σουσουδίστικες τα σουσουδίστικα
     κλητική σουσουδίστικοι σουσουδίστικες σουσουδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουσουδίστικος < σουσουδίζω + -τικος < σουσού < γαλλική chouchou < chou

  Επίθετο

επεξεργασία

σουσουδίστικος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία