chouchou
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chouchou | chouchoux |
θηλυκό | chouchoute | chouchoutes |
chouchou (fr)
- (οικείο) κάποιος ή κάτι που προτιμιέται
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chouchou | chouchoux |
θηλυκό | chouchoute | chouchoutes |
chouchou (fr)