Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχοντοχωριάτικος η αρχοντοχωριάτικη το αρχοντοχωριάτικο
      γενική του αρχοντοχωριάτικου της αρχοντοχωριάτικης του αρχοντοχωριάτικου
    αιτιατική τον αρχοντοχωριάτικο την αρχοντοχωριάτικη το αρχοντοχωριάτικο
     κλητική αρχοντοχωριάτικε αρχοντοχωριάτικη αρχοντοχωριάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχοντοχωριάτικοι οι αρχοντοχωριάτικες τα αρχοντοχωριάτικα
      γενική των αρχοντοχωριάτικων των αρχοντοχωριάτικων των αρχοντοχωριάτικων
    αιτιατική τους αρχοντοχωριάτικους τις αρχοντοχωριάτικες τα αρχοντοχωριάτικα
     κλητική αρχοντοχωριάτικοι αρχοντοχωριάτικες αρχοντοχωριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχοντοχωριάτικος < αρχοντοχωριάτ(ης) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

αρχοντοχωριάτικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία