Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοδαρβινισμός οι νεοδαρβινισμοί
      γενική του νεοδαρβινισμού των νεοδαρβινισμών
    αιτιατική τον νεοδαρβινισμό τους νεοδαρβινισμούς
     κλητική νεοδαρβινισμέ νεοδαρβινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοδαρβινισμός < νεο- + δαρβινισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Neo-Darwinism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοδαρβινισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία