νανοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νανοσκόπιο | τα | νανοσκόπια |
γενική | του | νανοσκόπιου & νανοσκοπίου |
των | νανοσκόπιων & νανοσκοπίων |
αιτιατική | το | νανοσκόπιο | τα | νανοσκόπια |
κλητική | νανοσκόπιο | νανοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νανοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nanoscope < αρχαία ελληνική νᾶνος+ -σκόπιο (<σκοπέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανανοσκόπιο ουδέτερο
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) μικροσκόπιο με το οποίο μπορούμε να δούμε πράγματα στην κλίμακα του νανόμετρου