πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νήσσα οι νήσσες
      γενική της νήσσας των νησσών
    αιτιατική τη νήσσα τις νήσσες
     κλητική νήσσα νήσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νήσσα θηλυκό

  1. (λόγιο) η πάπια, μόνο στη σκωπτική έκφραση άγνωστης προέλευσης:
    ποιώ την νήσσαν ή ποιούμαι την νήσσαν: κάνω την πάπια
  2. (ταξινομία) δείτε το γένος Νήσσα (πάπια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • κλίση καθαρεύουσας:  δείτε τη λέξη νῆσσα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία