↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μυρμηκ-
ονομαστική μύρμηξ οἱ μύρμηκες
      γενική τοῦ μύρμηκος τῶν μυρμήκων
      δοτική τῷ μύρμηκ τοῖς μύρμηξ(ν)
    αιτιατική τὸν μύρμηκ τοὺς μύρμηκᾰς
     κλητική ! μύρμηξ μύρμηκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύρμηκε
γεν-δοτ τοῖν  μυρμήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύρμηξ < λείπει η ετυμολογία -ηξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύρμηξ, -ηκος αρσενικό

  1. (έντομο) μυρμήγκι
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 453 (452-453)
    κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι | μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις.
    μα σ᾽ ανήλια σπήλια | χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ᾽ αχαμνά μερμήγκια.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 38 @scaife.perseus
    Ἡ μὲν οὖν τῶν μυρμήκων ἐργασία πᾶσίν ἐστιν ἐπιπολῆς ἰδεῖν, καὶ ὡς ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν πάντες βαδίζουσι, καὶ τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν· ἐργάζονται γὰρ καὶ τὰς νύκτας τὰς πανσελήνους.
  2. αρπακτικό ζώο της Ινδίας
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 102.2
    ἐν δὴ ὦν τῇ ἐρημίῃ ταύτῃ καὶ τῇ ψάμμῳ γίνονται μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν μὲν ἐλάσσονα, ἀλωπέκων δὲ μέζονα·
    Σ᾽ αυτή λοιπόν την έρημο και στην άμμο υπάρχουν κάτι μυρμήγκια που το μέγεθός τους είναι μικρότερο βέβαια από του σκύλου αλλά μεγαλύτερο από της αλεπούς·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. βράχος κρυμμένος στη θάλασσα, ύφαλος
  4. (ελληνιστική σημασία) γάντι πυγμαχίας με μεταλλικά εξογκώματα και καρφιά στην επιφάνειά του σαν μυρμηγκιά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
μυρμηκ- 

Δείτε επίσης

επεξεργασία