Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυρμηκίασῐς αἱ μυρμηκιάσεις
      γενική τῆς μυρμηκιάσεως τῶν μυρμηκιάσεων
      δοτική τῇ μυρμηκιάσει ταῖς μυρμηκιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μυρμηκίασῐν τὰς μυρμηκιάσεις
     κλητική ! μυρμηκίασῐ μυρμηκιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυρμηκιάσει
γεν-δοτ τοῖν  μυρμηκιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυρμηκίασις < μυρμηκιάω + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε μυρμηκ- + -ίασις < αρχαία ελληνική μύρμηξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυρμηκίασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία