Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυστικοπαθής η μυστικοπαθής το μυστικοπαθές
      γενική του μυστικοπαθούς* της μυστικοπαθούς του μυστικοπαθούς
    αιτιατική τον μυστικοπαθή τη μυστικοπαθή το μυστικοπαθές
     κλητική μυστικοπαθή(ς) μυστικοπαθής μυστικοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυστικοπαθείς οι μυστικοπαθείς τα μυστικοπαθή
      γενική των μυστικοπαθών των μυστικοπαθών των μυστικοπαθών
    αιτιατική τους μυστικοπαθείς τις μυστικοπαθείς τα μυστικοπαθή
     κλητική μυστικοπαθείς μυστικοπαθείς μυστικοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυστικοπαθής < μυστικός + -παθης (< ἒ-παθ-ον, αόριστος του πάσχω)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1897

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.sti.ko.paˈθis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /mi.sti.ko.paˈθes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μυστικοπαθής, -ής, -ές

  1. που δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες ή τις πράξεις του, αλλά τα κρατάει μυστικά
     συνώνυμα: κρυψίνους
  2. που έχει ροπή προς το μυστικισμό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία