μυστικοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυστικοπαθής | η | μυστικοπαθής | το | μυστικοπαθές |
γενική | του | μυστικοπαθούς* | της | μυστικοπαθούς | του | μυστικοπαθούς |
αιτιατική | τον | μυστικοπαθή | τη | μυστικοπαθή | το | μυστικοπαθές |
κλητική | μυστικοπαθή(ς) | μυστικοπαθής | μυστικοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυστικοπαθείς | οι | μυστικοπαθείς | τα | μυστικοπαθή |
γενική | των | μυστικοπαθών | των | μυστικοπαθών | των | μυστικοπαθών |
αιτιατική | τους | μυστικοπαθείς | τις | μυστικοπαθείς | τα | μυστικοπαθή |
κλητική | μυστικοπαθείς | μυστικοπαθείς | μυστικοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.sti.ko.paˈθis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /mi.sti.ko.paˈθes/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμυστικοπαθής, -ής, -ές
- που δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες ή τις πράξεις του, αλλά τα κρατάει μυστικά
- που έχει ροπή προς το μυστικισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυστικοπαθής
|