μυελογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυελογενής | η | μυελογενής | το | μυελογενές |
γενική | του | μυελογενούς* | της | μυελογενούς | του | μυελογενούς |
αιτιατική | τον | μυελογενή | τη | μυελογενή | το | μυελογενές |
κλητική | μυελογενή(ς) | μυελογενής | μυελογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυελογενείς | οι | μυελογενείς | τα | μυελογενή |
γενική | των | μυελογενών | των | μυελογενών | των | μυελογενών |
αιτιατική | τους | μυελογενείς | τις | μυελογενείς | τα | μυελογενή |
κλητική | μυελογενείς | μυελογενείς | μυελογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυελογενής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myelogenic[1] / myelogenous[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myélogène[1] < αρχαία ελληνική μυελός + γίγνομαι
Επίθετο
επεξεργασίαμυελογενής -ής -ές
- που δημιουργείται ή προέρχεται από τον μυελό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυελογενής
- ↑ 1,0 1,1 1,2 μυελογενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)