μπουρουντιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουρουντιανός < Μπουρουντιανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bu.ɾun.di.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐ρου‐ντι‐α‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαμπουρουντιανός, -ή, -ό
- ο σχετικός με το Μπουρούντι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπουρουντιανός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Μπουρούντι