μπισμπίκης
(Ανακατεύθυνση από μπισμπίκος)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπισμπίκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική beşbıyık (μούσμουλο) ή ηχομιμητική λέξη (μπιζ μπιζ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bizˈbi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐σμπί‐κης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπισμπίκης αρσενικό
- (υβριστικό) ο σπυριάρης, ο γεμάτος μπιμπίκια
- (υβριστικό γενικότερα) για άτομο που υποτιμούμε ή προσβάλουμε
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπισμπίκης
|