Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπισμπίκης οι μπισμπίκηδες
      γενική του μπισμπίκη των μπισμπίκηδων
    αιτιατική τον μπισμπίκη τους μπισμπίκηδες
     κλητική μπισμπίκη μπισμπίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπισμπίκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική beşbıyık (μούσμουλο) ή ηχομιμητική λέξη (μπιζ μπιζ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bizˈbi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐σμπί‐κης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπισμπίκης αρσενικό

  1. (υβριστικό) ο σπυριάρης, ο γεμάτος μπιμπίκια
  2. (υβριστικό γενικότερα) για άτομο που υποτιμούμε ή προσβάλουμε

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία