↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερομπισμπίκης οι γερομπισμπίκηδες
      γενική του γερομπισμπίκη των γερομπισμπίκηδων
    αιτιατική τον γερομπισμπίκη τους γερομπισμπίκηδες
     κλητική γερομπισμπίκη γερομπισμπίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γερομπισμπίκης < γερο- (γέρος) + μπισμπίκης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.ɾo.bizˈbi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ρο‐μπισ‐μπί‐κης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γερομπισμπίκης αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • γερομπιζμπίκης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία