γερομπισμπίκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γερομπισμπίκης < γερο- (γέρος) + μπισμπίκης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.ɾo.bizˈbi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρο‐μπισ‐μπί‐κης
Ουσιαστικό επεξεργασία
γερομπισμπίκης αρσενικό
- (υβριστικό) γέρος κακότροπος ή δύστροπος, που συνήθως κυνηγάει ερωτικά μικρότερης ηλικίας γυναίκες
- ※ Τι έγινε με την μικρούλα, γερομπισμπίκη, την κατάφερες; (Από ατάκα του ηθοποιού Ντίνου Ηλιόπουλου προς τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στην ταινία «Ο γεροντοκόρος» του 1967)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- γερομπιζμπίκης
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γερομπαμπαλής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γερομπισμπίκης